-
1 dağıtılma
διανομή, απονομή -
2 доставка
доставка ж η μεταφορά, η διανομή с \доставкаой на дом με διανομή στο σπίτι* * *жη μεταφορά, η διανομήс доста́вкой на́ дом — με διανομή στο σπίτι
-
3 выдача
выдача ж 1) η χορήγηση η διανομή (раздача )' η πλη ρωμή (выплата ) 2) (преступ ника ) η έκδοση* * *ж2) ( преступника) η έκδοση -
4 раздел
-
5 распределение
распределение с 1) (разделение) η διανομή, η κατανομή 2) (направление) о διορισμός* * *с1) ( разделение) η διανομή, η κα-τανομή2) ( направление) ο διορισμός -
6 разнос
-а α.1. μεταφορά σε διάφορα μέρη-διανομή•разнос писем διανομή επιστολών.
2. καταχώρηση, εγγραφή.3. μετάδοση, μόλυνση.4. ξέσχισμα, διαμελισμός, κατατεμαχισμός, κομμάτιασμα.5. μάλωμα, κατσάδιασμσ,• βρύσιμο.6. λάκκος πλατύς και αβαθής. -
7 воздухораспределение
η διανομή του αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухораспределение
-
8 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
9 выделение
1. (обособление, отбор) το ξεχώρισμα, ο διαχωρισμός 2. (средств) η κατανομή, η διανομή, η κατακύρωση 3. (извлечение из чего-л.) η εξαγωγή ^(испускание тепла, света и т.п.) η έκλυσηη εκπομπή5. (образование осадка и т.п.) η δημιουργία б.(утечка) η έκλυση 7. (в тексте) η υπογράμμιση, η πιό έντονη παρουσίαση (στο κείμενο) 8. (металла на аноде или катоде при электролизе) η κατακάθιση, η εμφάνιση, το ίζημα 9. юр. о διαχωρισμός, η εκχώρηση 10. -я мн. физиол. οι εκκρίσεις (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделение
-
10 газораспределение
η διανομή αερίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газораспределение
-
11 доставка
η παράδοσ/η, η διανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доставка
-
12 орошение
το πότισμα, η άρδευσηкапельное - με στα-γόνες/σταγονόμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > орошение
-
13 парораспределение
η διανομή ατμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парораспределение
-
14 развёрстка
1. полигр. η διάταξηη διαρρύθμιση2. (распределение) η διανομήη κατανομήη τακτοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > развёрстка
-
15 развозка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развозка
-
16 раздача
1. (распределение) η διανομή, η κατανομή 2. (увеличение периметра поперечного сечения полой заготовки) η διαστολή, η εκτόνωση, η διεύρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздача
-
17 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
18 разнос
1. (разделение во времени, пространстве и т.п.) о διαχωρισμός, η απόσταση 2. (неуправляемый набор скорости) η απότομη αύξηση στροφώντο σκορτσά-ρισμαη απώλεια του ελέγχου της ταχύτητας. - двигателя - της μηχανής/του κινητήραη διαφυγή του κινητήρα3. (доставка) η μεταφορά και διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разнос
-
19 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
20 токораспределение
η διανομή του ρεύματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > токораспределение
См. также в других словарях:
διανομή — distribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
διανομή — η το μοίρασμα και η παράδοση αντικειμένων στους δικαιούχους: Η διανομή της περιουσίας του στους κληρονόμους ήταν απόλυτα δίκαιη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανομῇ — διανομῆι , διανομεύς distributor masc dat sg (epic ionic) διανομή distribution fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομαῖς — διανομή distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομαί — διανομή distribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομήν — διανομή distribution fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομῶν — διανομή distribution fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
αναδιανομή — η 1. η εκ νέου διανομή, ανακατανομή 2. (Οικον.) (ή ανακατανομή τού εισοδήματος) η δικαιότερη διανομή τού εισοδήματος μεταξύ τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων τού πληθυσμού με σκοπό τη μείωση τής απόστασης που χωρίζει τους πολύ πλούσιους από τους… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek